- πλαγιοφορέομαι
- πλᾰγιο-φορέομαι,A lie athwart, Sor.1.57.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλαγιοφορεῖσθαι — πλαγιοφορέομαι lie athwart pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)